- υπερκαθαρολογία
- ηη σχολαστική επιτήδευση του ύφους κειμένου ή λόγου με λέξεις και φράσεις παλιές και άχρηστες στην καθημερινή ομιλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερκαθαρολογία — η, Ν [υπερκαθαρολόγος] η χρησιμοποίηση τής καθαρεύουσας με τρόπο πολύ σχολαστικό … Dictionary of Greek